ItalianoGreco


serpeggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [serpedˈʤare]

1 έχω ελικώσεις σαν μαίανδρος
2 ακολουθώ δαιδαλώδη διαδρομή
3 τυλίγομαι σαν φίδι
4 είμαι ελικοειδής
5 είμαι φιδίσιος
6 κουλουριάζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---