serpeggiàre
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [serpedˈʤare]
1 έχω ελικώσεις σαν μαίανδρος
2 ακολουθώ δαιδαλώδη διαδρομή
3 τυλίγομαι σαν φίδι
4 είμαι ελικοειδής
5 είμαι φιδίσιος
6 κουλουριάζομαι
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [serpedˈʤare]
1 έχω ελικώσεις σαν μαίανδρος
2 ακολουθώ δαιδαλώδη διαδρομή
3 τυλίγομαι σαν φίδι
4 είμαι ελικοειδής
5 είμαι φιδίσιος
6 κουλουριάζομαι
permalink
serpeggiare (ρ.αμτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android