ItalianoGreco


sequestràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sekwesˈtrato]

άνθρωπος που έχει υποστεί κατάσχεση

sequestràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sekwesˈtrato]

1 που έχει αρπαχτεί
2 που έχει δημευτεί
3 κατασχεθείς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---