Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόserbatóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [serbaˈtojo] 1 (cisterna) η στέρνα, το ντεπόζιτο 2 auto το ρεζερβουάρ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |