ItalianoGreco


serenità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sereniˈta]

1 ειρήνη
2 αμεροληψία
3 γαληνότητα (τίτλος)
4 γαλήνη
5 ηρεμία
6 ησυχία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---