Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sequestrànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sekwesˈtrante]

1 αυτός που δημεύει
2 μεσεγγυητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sequestrabile sequestrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

septicemia (θηλ.ουσ)
sequela (θηλ.ουσ)
sequenza (θηλ.ουσ)
sequenziale (επίθ.)
sequestrabile (επίθ.)
sequestrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sequestrare (ρ. μτβ.)
sequestratario (αρσ. επίθ και ουσ)
sequestrato (ουσ αρσ )
sequestrato (επίθ.)
sequestratore (αρσ. επίθ και ουσ)
sequestro (ουσ αρσ )
sequoia (θηλ.ουσ)
sera (θηλ.ουσ)
serafico (αρσ. επίθ και ουσ)
serafino (ουσ αρσ )
serale (επίθ.)
seralmente (επίρ.)
serata (θηλ.ουσ)
seratante (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---