Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsensitìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sensiˈtivo] 1 μέντιουμ (μεταψυχολογία) 2 ευαίσθητο πρόσωπο sensitìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sensiˈtivo] 1 αισθητηριακός 2 αισθηματικός 3 αισθηματίας 4 αισθαντικός 5 αισθησιακός 6 αισθητήριος 7 ευαίσθητος 8 ευπαθής 9 τρυφερός 10 εύθικτος 11 ευσυγκίνητος 12 ευπρόσβλητος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |