Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόself–control
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,selfˈkontrol] 1 αυτοκυριαρχία 2 αυτοέλεγχος 3 ψυχραιμία 4 αυτοπειθαρχία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |