Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


secchióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sekˈkjone]

1 σπάσιμο στο διάβασμα (μαθητική αργκό)
2 κάδος μεταλλείου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  secchio seccia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

secchezza (θηλ.ουσ)
secchia (θηλ.ουσ)
secchiata (θηλ.ουσ)
secchiello (ουσ αρσ )
secchio (ουσ αρσ )
secchione (ουσ αρσ )
seccia (θηλ.ουσ)
secciaio (ουσ αρσ )
secco (ουσ αρσ )
secco (επίθ.)
seccume (ουσ αρσ )
secentesco (επίθ.)
secentesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
secentismo (ουσ αρσ )
secentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
secernere (ρ. μτβ.)
secessione (θηλ.ουσ)
secessionismo (ουσ αρσ )
secessionista (ουσ αρσ και θηλ.)
secessionista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---