Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sécchia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsekkja]

1 κουβάς
2 κάδος
3 κουβαδιά
4 σπάσιμο στο διάβασμα (μαθητική αργκό)
5 έντονη μελέτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  secchezza secchiata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

seccato (επίθ.)
seccatoio (ουσ αρσ )
seccatore (ουσ αρσ )
seccatura (θηλ.ουσ)
secchezza (θηλ.ουσ)
secchia (θηλ.ουσ)
secchiata (θηλ.ουσ)
secchiello (ουσ αρσ )
secchio (ουσ αρσ )
secchione (ουσ αρσ )
seccia (θηλ.ουσ)
secciaio (ουσ αρσ )
secco (ουσ αρσ )
secco (επίθ.)
seccume (ουσ αρσ )
secentesco (επίθ.)
secentesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
secentismo (ουσ αρσ )
secentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
secernere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---