Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsécco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsekko] 1 ξεραμένο τμήμα 2 ξεραΐλα 3 λειψυδρία 4 ανυδρία 5 ανομβρία 6 αναβροχιά 7 ξηρασία sécco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsekko] ξερός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαc'è rimasto secco = έμεινε στον τόπο || frutta [θηλ.] secca = οι ξηροί καρποί [m.] || lavaggio [αρσ.] a secco = το στεγνό καθάρισμα || lavanderia [θηλ.] a secco = το στεγνοκαθαριστήριο || lavare a secco = καθαρίζω με στεγνό καθάρισμα || pulitura [θηλ.] a secco = το στεγνοκαθαριστήριο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |