Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


seccàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sekˈkare]

1 σταφιδιάζω
2 μαραίνομαι
3 ξεραίνομαι
4 αποξεραίνομαι
5 ζαρώνω
6 μαραζώνω

seccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sekˈkare]

1 ξεραίνω
2 (infastidire) ενοχλώ

seccarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sekˈkarsi]

1 ξηραίνομαι
2 (infastidirsi) ενοχλούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  seccante seccato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

seborroico (επίθ.)
secante (θηλ. επίθ και ουσ)
secca (θηλ.ουσ)
seccamente (επίρ.)
seccante (επίθ.)
seccare (ρ.αμτβ.)
seccare (ρ. μτβ.)
seccarsi (ρ.μ. (αντων.))
seccato (επίθ.)
seccatoio (ουσ αρσ )
seccatore (ουσ αρσ )
seccatura (θηλ.ουσ)
secchezza (θηλ.ουσ)
secchia (θηλ.ουσ)
secchiata (θηλ.ουσ)
secchiello (ουσ αρσ )
secchio (ουσ αρσ )
secchione (ουσ αρσ )
seccia (θηλ.ουσ)
secciaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---