Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pubblicàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pubbliˈkabile]

1 δημοσιεύσιμος
2 ανακοινώσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  puah pubblicamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ptialina (θηλ.ουσ)
ptialismo (ουσ αρσ )
ptomaina (θηλ.ουσ)
ptosi (θηλ.ουσ)
puah (επιφ.)
pubblicabile (επίθ.)
pubblicamente (επίρ.)
pubblicano (ουσ αρσ )
pubblicare (ρ. μτβ.)
pubblicato (αρσ. επίθ και ουσ)
pubblicazione (θηλ.ουσ)
pubblicista (ουσ αρσ και θηλ.)
pubblicità (θηλ.ουσ)
pubblicitario (ουσ αρσ )
pubblicitario (επίθ.)
pubblicizzare (ρ. μτβ.)
pubblico (ουσ αρσ )
pubblico (επίθ.)
puberale (επίθ.)
pubere (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---