Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


psicopedagogìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [psikopedagoˈʤista]

1 ψυχοπαιδαγωγός
2 ειδικός της ψυχοπαιδαγωγικής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  psicopedagogia psicosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

psicopatico (επίθ.)
psicopatologia (θηλ.ουσ)
psicopatologico (επίθ.)
psicopatologo (ουσ αρσ )
psicopedagogia (θηλ.ουσ)
psicopedagogista (ουσ αρσ και θηλ.)
psicosi (θηλ.ουσ)
psicosomatico (επίθ.)
psicotecnica (θηλ.ουσ)
psicotecnico (αρσ. επίθ και ουσ)
psicoterapia (θηλ.ουσ)
psicoterapico (επίθ.)
psicoterapista (ουσ αρσ και θηλ.)
psicotico (αρσ. επίθ και ουσ)
psicotropo (επίθ.)
psicrometro (ουσ αρσ )
psictere (ουσ αρσ )
psilosi (θηλ.ουσ)
psittacismo (ουσ αρσ )
psittacosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---