Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpsicòtico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [psiˈkɔtiko] 1 ψυχωσικός 2 ψυχωτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |