Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pteridòfite  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [pteriˈdɔfite]

πτεριδόφυτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pst pterodattili  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

psoas (ουσ αρσ )
psoriasi (θηλ.ουσ)
psorico (επίθ.)
pss (επιφ.)
pst (επιφ.)
pteridofite (ουσ αρσ πληθ.)
pterodattili (ουσ αρσ πληθ.)
pteropodi (ουσ αρσ πληθ.)
pterosauri (ουσ αρσ πληθ.)
ptialina (θηλ.ουσ)
ptialismo (ουσ αρσ )
ptomaina (θηλ.ουσ)
ptosi (θηλ.ουσ)
puah (επιφ.)
pubblicabile (επίθ.)
pubblicamente (επίρ.)
pubblicano (ουσ αρσ )
pubblicare (ρ. μτβ.)
pubblicato (αρσ. επίθ και ουσ)
pubblicazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---