Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


psicopàtico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [psikoˈpatiko]

ψυχοπαθής

psicopàtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [psikoˈpatiko]

ψυχοπαθολογικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  psicopatia psicopatologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

psicomotorio (επίθ.)
psiconevrosi (θηλ.ουσ)
psiconevrotico (ουσ αρσ )
psiconevrotico (επίθ.)
psicopatia (θηλ.ουσ)
psicopatico (ουσ αρσ )
psicopatico (επίθ.)
psicopatologia (θηλ.ουσ)
psicopatologico (επίθ.)
psicopatologo (ουσ αρσ )
psicopedagogia (θηλ.ουσ)
psicopedagogista (ουσ αρσ και θηλ.)
psicosi (θηλ.ουσ)
psicosomatico (επίθ.)
psicotecnica (θηλ.ουσ)
psicotecnico (αρσ. επίθ και ουσ)
psicoterapia (θηλ.ουσ)
psicoterapico (επίθ.)
psicoterapista (ουσ αρσ και θηλ.)
psicotico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---