Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prescrittibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [preskrittibiliˈta]

1 πιθανότητα παραγραφής
2 δικαίωμα κτήσης λόγω μακροχρόνιας χρήσης
3 δυνατότητα περιγραφής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prescrittibile prescritto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prescienza (θηλ.ουσ)
prescindere (ρ.αμτβ.)
prescolare (επίθ.)
prescolastico (επίθ.)
prescrittibile (επίθ.)
prescrittibilità (θηλ.ουσ)
prescritto (ουσ αρσ )
prescritto (επίθ.)
prescrivere (ρ. μτβ.)
prescriversi (ρ.μ. (αντων.))
prescrizionale (επίθ.)
prescrizione (θηλ.ουσ)
presegnalare (ρ. μτβ.)
presegnale (ουσ αρσ )
preselettore (ουσ αρσ )
preselezionare (ρ. μτβ.)
preselezione (θηλ.ουσ)
presella (θηλ.ουσ)
presenile (επίθ.)
presentabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---