Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prescrìvere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [presˈkrivere]

δίνω συνταγή

prescriversi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [presˈkriversi]

παραγράφω νομικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prescritto prescrizionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prescolastico (επίθ.)
prescrittibile (επίθ.)
prescrittibilità (θηλ.ουσ)
prescritto (ουσ αρσ )
prescritto (επίθ.)
prescrivere (ρ. μτβ.)
prescriversi (ρ.μ. (αντων.))
prescrizionale (επίθ.)
prescrizione (θηλ.ουσ)
presegnalare (ρ. μτβ.)
presegnale (ουσ αρσ )
preselettore (ουσ αρσ )
preselezionare (ρ. μτβ.)
preselezione (θηλ.ουσ)
presella (θηλ.ουσ)
presenile (επίθ.)
presentabile (επίθ.)
presentabilità (θηλ.ουσ)
presentare (ρ. μτβ.)
presentarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---