Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prescìndere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [preʃˈʃindere]

1 αποσύρω την προσοχή μου
2 αφήνω στην μπάντα
3 αφήνω εκτός μελέτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prescienza prescolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prescegliere (ρ. μτβ.)
prescelto (ουσ αρσ )
prescelto (επίθ.)
presciente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prescienza (θηλ.ουσ)
prescindere (ρ.αμτβ.)
prescolare (επίθ.)
prescolastico (επίθ.)
prescrittibile (επίθ.)
prescrittibilità (θηλ.ουσ)
prescritto (ουσ αρσ )
prescritto (επίθ.)
prescrivere (ρ. μτβ.)
prescriversi (ρ.μ. (αντων.))
prescrizionale (επίθ.)
prescrizione (θηλ.ουσ)
presegnalare (ρ. μτβ.)
presegnale (ουσ αρσ )
preselettore (ουσ αρσ )
preselezionare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---