Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pneumòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pnewˈmɔmetro]

όργανο μέτρησης αναπνοής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pneumometria pneumorragia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pneumogastrico (επίθ.)
pneumografia (θηλ.ουσ)
pneumografo (ουσ αρσ )
pneumologia (θηλ.ουσ)
pneumometria (θηλ.ουσ)
pneumometro (ουσ αρσ )
pneumorragia (θηλ.ουσ)
pneumotomia (θηλ.ουσ)
pneumotorace (ουσ αρσ )
pochade (θηλ.ουσ)
pochezza (θηλ.ουσ)
poco (ουσ αρσ )
poco (επίθ.)
poco (αντων.)
poco (επίρ.)
podagra (θηλ.ουσ)
podagrico (αρσ. επίθ και ουσ)
podagroso (ουσ αρσ )
podagroso (επίθ.)
podalico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---