Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pìscia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpiʃʃa]

1 κατούρημα
2 κάτουρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piscatorio pisciacane  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piruvico (ουσ αρσ )
pisa (θηλ.ουσ)
pisano (ουσ αρσ )
pisano (επίθ.)
piscatorio (επίθ.)
piscia (θηλ.ουσ)
pisciacane (ουσ αρσ )
piscialletto (ουσ αρσ και θηλ.)
pisciare (ρ.αμτβ.)
pisciata (θηλ.ουσ)
pisciatoio (ουσ αρσ )
piscicoltore (ουσ αρσ )
piscicoltura (θηλ.ουσ)
pisciforme (επίθ.)
piscina (θηλ.ουσ)
piscio (ουσ αρσ )
piscione (ουσ αρσ )
piscioso (επίθ.)
piscivoro (επίθ.)
pisellaia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---