ItalianoGreco


pirotècnico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,piroˈtɛkniko]

1 κατασκευαστής πυροτεχνημάτων
2 εργοστάσιο πυρομαχικών
3 πυροτεχνικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---