Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpirrotìte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pirroˈtite] 1 πυροτίτης 2 μαγνητικός πυρίτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |