Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parallelogràmma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paralleloˈgramma]

παραλληλόγραμμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parallelo parallelogrammo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parallelepipedo (ουσ αρσ )
parallelinervio (επίθ.)
parallelismo (ουσ αρσ )
parallelo (ουσ αρσ )
parallelo (επίθ.)
parallelogramma (ουσ αρσ )
parallelogrammo (ουσ αρσ )
paralogismo (ουσ αρσ )
paralogistico (επίθ.)
paralogizzare (ρ.αμτβ.)
paraluce (ουσ αρσ )
paralume (ουσ αρσ )
paramagnetico (επίθ.)
paramagnetismo (ουσ αρσ )
paramano (ουσ αρσ )
paramecio (ουσ αρσ )
paramedico (ουσ αρσ )
paramedico (επίθ.)
paramento (ουσ αρσ )
parametrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---