Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


neoclassicìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [neoklassiˈʧizmo]

Νεοκλασικισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  neocapitalistico neoclassicista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nenufero (ουσ αρσ )
neo (ουσ αρσ )
neocapitalismo (ουσ αρσ )
neocapitalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neocapitalistico (επίθ.)
neoclassicismo (ουσ αρσ )
neoclassicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neoclassico (ουσ αρσ )
neoclassico (επίθ.)
neocolonialismo (ουσ αρσ )
neocolonialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neodimio (ουσ αρσ )
neoellenismo (ουσ αρσ )
neofascismo (ουσ αρσ )
neofascista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neofilia (θηλ.ουσ)
neofita (ουσ αρσ και θηλ.)
neofito (ουσ αρσ )
neofobia (θηλ.ουσ)
neoformazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---