Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnemìco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [neˈmiko] ο εχτρός (-ά), ο εχθρός (-ά) nemìco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [neˈmiko] εχθρικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |