Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nemìco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [neˈmiko]

ο εχτρός (-ά), ο εχθρός (-ά)

nemìco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [neˈmiko]

εχθρικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nemesi nemmeno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nembifero (επίθ.)
nembo (ουσ αρσ )
nembostrato (ουσ αρσ )
nemeo (επίθ.)
nemesi (θηλ.ουσ)
nemico (ουσ αρσ )
nemico (επίθ.)
nemmeno (επίρ.)
nenia (θηλ.ουσ)
nenufaro (ουσ αρσ )
nenufero (ουσ αρσ )
neo (ουσ αρσ )
neocapitalismo (ουσ αρσ )
neocapitalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neocapitalistico (επίθ.)
neoclassicismo (ουσ αρσ )
neoclassicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neoclassico (ουσ αρσ )
neoclassico (επίθ.)
neocolonialismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---