Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


némbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnembo]

1 σωρείτης
2 νέφος
3 σύννεφο βροχής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nembifero nembostrato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nelumbio (ουσ αρσ )
nelumbo (ουσ αρσ )
nematelminti (ουσ αρσ πληθ.)
nematodi (ουσ αρσ πληθ.)
nembifero (επίθ.)
nembo (ουσ αρσ )
nembostrato (ουσ αρσ )
nemeo (επίθ.)
nemesi (θηλ.ουσ)
nemico (ουσ αρσ )
nemico (επίθ.)
nemmeno (επίρ.)
nenia (θηλ.ουσ)
nenufaro (ουσ αρσ )
nenufero (ουσ αρσ )
neo (ουσ αρσ )
neocapitalismo (ουσ αρσ )
neocapitalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neocapitalistico (επίθ.)
neoclassicismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---