Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnémbo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈnembo] 1 σωρείτης 2 νέφος 3 σύννεφο βροχής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |