Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màmmola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmammola]

1 πολύ σεμνοπρεπής άνθρωπος (σιγανοπαπαδιά)
2 βιολέτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mammografico mammona  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mammellone (ουσ αρσ )
mammifero (ουσ αρσ )
mammillare (επίθ.)
mammografia (θηλ.ουσ)
mammografico (επίθ.)
mammola (θηλ.ουσ)
mammona (ουσ αρσ )
mammone (επίθ.)
mammut (αρσ. επίθ και ουσ)
manager (ουσ αρσ )
manageriale (επίθ.)
manaiuola (θηλ.ουσ)
manale (ουσ αρσ )
manata (θηλ.ουσ)
manato (ουσ αρσ )
manca (θηλ.ουσ)
mancamento (ουσ αρσ )
mancante (ουσ αρσ και θηλ.)
mancante (επίθ.)
mancanza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---