Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmammèlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [mamˈmɛlla] 1 μαστάρι ζώου 2 μαστός 3 στήθος 4 κόρφος (στήθος) 5 βυζί 6 αστήθι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |