Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màmma, mammà  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmamma], [mamˈma]

1 μαμάκα
2 μαμακούλα
3 μάνα
4 μανούλα
5 μαμά
6 μητερούλα
7 μητέρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mamillaria mammalucco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malvolere (ρ. μτβ.)
malvone (ουσ αρσ )
mamba (ουσ αρσ )
mambo (ουσ αρσ )
mamillaria (θηλ.ουσ)
mamma, mammà (θηλ.ουσ)
mammalucco (ουσ αρσ )
mammamia (επιφ.)
mammario (επίθ.)
mammella (θηλ.ουσ)
mammelliforme (επίθ.)
mammellonato (επίθ.)
mammellone (ουσ αρσ )
mammifero (ουσ αρσ )
mammillare (επίθ.)
mammografia (θηλ.ουσ)
mammografico (επίθ.)
mammola (θηλ.ουσ)
mammona (ουσ αρσ )
mammone (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---