Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malvivènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [malviˈvɛntsa]

1 έγκλημα
2 εγκληματίες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malvivente malvizzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malvestito (επίθ.)
malvezzo (ουσ αρσ )
malvissuto (επίθ.)
malvisto (επίθ.)
malvivente (ουσ αρσ )
malvivenza (θηλ.ουσ)
malvizzo (ουσ αρσ )
malvolentieri (επίρ.)
malvolere (ουσ αρσ )
malvolere (ρ. μτβ.)
malvone (ουσ αρσ )
mamba (ουσ αρσ )
mambo (ουσ αρσ )
mamillaria (θηλ.ουσ)
mamma, mammà (θηλ.ουσ)
mammalucco (ουσ αρσ )
mammamia (επιφ.)
mammario (επίθ.)
mammella (θηλ.ουσ)
mammelliforme (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---