Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màki  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmaki]

1 κερκοπίθηκος
2 λεμούριος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maiuscolo mako  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mais (ουσ αρσ )
maître (ουσ αρσ )
maiuscola (θηλ.ουσ)
maiuscoletto (ουσ αρσ )
maiuscolo (επίθ.)
maki (ουσ αρσ )
mako (ουσ αρσ )
mala (θηλ.ουσ)
malacca (θηλ.ουσ)
malaccetto (επίθ.)
malaccio (ουσ αρσ )
malaccolto (επίθ.)
malaccortamente (επίρ.)
malaccortezza (θηλ.ουσ)
malaccorto (επίθ.)
Malachia (κύρ.όν. αρσ.)
malachite (θηλ.ουσ)
malacia (θηλ.ουσ)
malacologia (θηλ.ουσ)
malacologo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---