Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malacologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [malakoloˈʤia]

κλάδος ζωολογίας περί μαλακίων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malacia malacologo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malaccortezza (θηλ.ουσ)
malaccorto (επίθ.)
Malachia (κύρ.όν. αρσ.)
malachite (θηλ.ουσ)
malacia (θηλ.ουσ)
malacologia (θηλ.ουσ)
malacologo (ουσ αρσ )
malacopia (θηλ.ουσ)
malacreanza (θηλ.ουσ)
malafatta (θηλ.ουσ)
malafede (θηλ.ουσ)
malaga (ουσ αρσ )
malaga (θηλ.ουσ)
malagevole (επίθ. e επίρ.)
malagevolezza (θηλ.ουσ)
malagiato (επίθ.)
malagrazia (θηλ.ουσ)
malalingua (θηλ.ουσ)
malamente (επίρ.)
malandato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---