Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


liberìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [libeˈrizmo]

ελευθερία συναλλαγών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  liberiano liberista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

liberatorio (επίθ.)
liberazione (θηλ.ουσ)
libercolo (ουσ αρσ )
Liberia (κύρ.όν. θηλ.)
liberiano (ουσ αρσ )
liberismo (ουσ αρσ )
liberista (ουσ αρσ και θηλ.)
liberista (επίθ.)
libero (ουσ αρσ )
libero (επίθ.)
liberoscambismo (ουσ αρσ )
liberoscambista (ουσ αρσ και θηλ.)
liberoscambista (επίθ.)
libertà (θηλ.ουσ)
libertario (ουσ αρσ )
libertario (επίθ.)
liberticida (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
liberticidio (ουσ αρσ )
libertinaggio (ουσ αρσ )
libertino (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---