Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


liberalizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [liberaliddzatˈtsjone]

1 φιλελευθεροποίηση
2 απελευθέρωση αγοράς
3 απελευθέρωση από ελέγχους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  liberalizzare liberalmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

liberaleggiante (επίθ.)
liberalismo (ουσ αρσ )
liberalistico (επίθ.)
liberalità (θηλ.ουσ)
liberalizzare (ρ. μτβ.)
liberalizzazione (θηλ.ουσ)
liberalmente (επίρ.)
liberaloide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
liberamente (επίρ.)
liberare (ρ. μτβ.)
liberarsi (ρ. μ. αμτβ.)
liberatore (ουσ αρσ )
liberatore (επίθ.)
liberatorio (επίθ.)
liberazione (θηλ.ουσ)
libercolo (ουσ αρσ )
Liberia (κύρ.όν. θηλ.)
liberiano (ουσ αρσ )
liberismo (ουσ αρσ )
liberista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---