Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


liberalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [liberaliˈta]

1 κουβαρνταλίκι
2 γαλαντομία
3 μεγαλοδωρία
4 φιλελευθερισμός
5 φιλελευθερία
6 αβερτοσύνη
7 ελευθεροφροσύνη
8 απλοχεριά
9 πολυδωρία
10 γενναιοδωρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  liberalistico liberalizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

liberale (ουσ αρσ και θηλ.)
liberale (επίθ.)
liberaleggiante (επίθ.)
liberalismo (ουσ αρσ )
liberalistico (επίθ.)
liberalità (θηλ.ουσ)
liberalizzare (ρ. μτβ.)
liberalizzazione (θηλ.ουσ)
liberalmente (επίρ.)
liberaloide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
liberamente (επίρ.)
liberare (ρ. μτβ.)
liberarsi (ρ. μ. αμτβ.)
liberatore (ουσ αρσ )
liberatore (επίθ.)
liberatorio (επίθ.)
liberazione (θηλ.ουσ)
libercolo (ουσ αρσ )
Liberia (κύρ.όν. θηλ.)
liberiano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---