Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


geomètride  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤeoˈmɛtride]

κάμπια σκουληκιού που μετακινείται φέρνοντας την ουρά του μπροστά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  geometrico geomorfologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

geometra (ουσ αρσ και θηλ.)
geometria (θηλ.ουσ)
geometricamente (επίρ.)
geometricità (θηλ.ουσ)
geometrico (επίθ.)
geometride (ουσ αρσ )
geomorfologia (θηλ.ουσ)
geopolitica (θηλ.ουσ)
geopolitico (αρσ. επίθ και ουσ)
georgico (επίθ.)
geosinclinale (ουσ αρσ )
geostazionario (επίθ.)
geotermica (θηλ.ουσ)
geotermico (επίθ.)
geotropico (επίθ.)
geotropismo (ουσ αρσ )
Geova (ουσ αρσ )
geranio (ουσ αρσ )
gerarca (ουσ αρσ και θηλ.)
gerarchia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---