Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


geometricità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤeometriʧiˈta]

1 γεωμετρικότητα
2 αρμονική συμμετρία
3 γεωμετρική ποιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  geometricamente geometrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

geomantico (επίθ.)
geomanzia (θηλ.ουσ)
geometra (ουσ αρσ και θηλ.)
geometria (θηλ.ουσ)
geometricamente (επίρ.)
geometricità (θηλ.ουσ)
geometrico (επίθ.)
geometride (ουσ αρσ )
geomorfologia (θηλ.ουσ)
geopolitica (θηλ.ουσ)
geopolitico (αρσ. επίθ και ουσ)
georgico (επίθ.)
geosinclinale (ουσ αρσ )
geostazionario (επίθ.)
geotermica (θηλ.ουσ)
geotermico (επίθ.)
geotropico (επίθ.)
geotropismo (ουσ αρσ )
Geova (ουσ αρσ )
geranio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---