Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fisionomìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fizjonoˈmia]

1 ειδή
2 πρόσωπο
3 μορφή
4 εξέχουσα προσωπικότητα
5 σύνολο χαρακτηριστικών όντος
6 φυσιογνωμία
7 φάτσα
8 έκφραση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fisiologo fisionomico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fisiografia (θηλ.ουσ)
fisiografo (ουσ αρσ )
fisiologia (θηλ.ουσ)
fisiologico (επίθ.)
fisiologo (ουσ αρσ )
fisionomia (θηλ.ουσ)
fisionomico (επίθ.)
fisionomista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fisionomo (ουσ αρσ )
fisiopatologia (θηλ.ουσ)
fisioterapia (θηλ.ουσ)
fisioterapico (επίθ.)
fisioterapista (ουσ αρσ και θηλ.)
fisonomia (θηλ.ουσ)
fisonomista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fissabile (επίθ.)
fissaggio (ουσ αρσ )
fissamente (επίρ.)
fissare (ρ. μτβ.)
fissarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---