Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


falchétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [falˈketto]

γεράκι μικρό της Ασίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  falchetta falciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

falcata (θηλ.ουσ)
falcato (επίθ.)
falce (θηλ.ουσ)
falcetto (ουσ αρσ )
falchetta (θηλ.ουσ)
falchetto (ουσ αρσ )
falciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
falciata (θηλ.ουσ)
falciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
falciatrice (θηλ.ουσ)
falciatura (θηλ.ουσ)
falcidia (θηλ.ουσ)
falcidiare (ρ. μτβ.)
falciforme (επίθ.)
falcione (ουσ αρσ )
falco (ουσ αρσ )
falconara (θηλ.ουσ)
falcone (ουσ αρσ )
falconeria (θηλ.ουσ)
falconetto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---