Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόextracomunitàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ekstrakomuniˈtarjo] ο εξωκοινοτικός (-ή) extracomunitàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ekstrakomuniˈtarjo] εξωκοινοτικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |