Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόepicèntro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [epiˈʧɛntro] 1 επίκεντρο (σεισμού) 2 επίκεντρο 3 εστία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |