Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epesegèsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [epezeˈʤɛzi]

επεξήγηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eperlano epesegetico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epatotossina (θηλ.ουσ)
epatta (θηλ.ουσ)
epentesi (θηλ.ουσ)
epentetico (επίθ.)
eperlano (ουσ αρσ )
epesegesi (θηλ.ουσ)
epesegetico (επίθ.)
epica (θηλ.ουσ)
epicardio (ουσ αρσ )
epicarpo (ουσ αρσ )
epicedio (ουσ αρσ )
epicentro (ουσ αρσ )
epiciclo (ουσ αρσ )
epicicloidale (επίθ.)
epicicloide (θηλ.ουσ)
epico (επίθ.)
epicondiliano (επίθ.)
epicondilo (ουσ αρσ )
epicureismo (ουσ αρσ )
epicureo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---