Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diàmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈametro]

η διάμετρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diametralmente diamine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diamante (ουσ αρσ )
diamantifero (επίθ.)
diamantino (αρσ. επίθ και ουσ)
diametrale (επίθ.)
diametralmente (επίρ.)
diametro (ουσ αρσ )
diamine (επιφ.)
diammina (θηλ.ουσ)
diana (θηλ.ουσ)
dianto (ουσ αρσ )
dianzi (επίρ.)
diapason (ουσ αρσ )
diapositiva (θηλ.ουσ)
diarchia (θηλ.ουσ)
diaria (θηλ.ουσ)
diario (αρσ. επίθ και ουσ)
diarista (ουσ αρσ και θηλ.)
diarrea (θηλ.ουσ)
diarroico (επίθ.)
diartrosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---