Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiamantìno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [diamanˈtino] 1 ο της αδαμαντίνης 2 διαμαντένιος 3 αδαμάντινος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |