Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cristòlogo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [krisˈtɔlogo]

χριστολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cristologico criterio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cristo (επιφ.)
cristocentrismo (ουσ αρσ )
cristolatria (θηλ.ουσ)
cristologia (θηλ.ουσ)
cristologico (επίθ.)
cristologo (ουσ αρσ )
criterio (ουσ αρσ )
criterium (ουσ αρσ )
critica (θηλ.ουσ)
criticabile (επίθ.)
criticare (ρ. μτβ.)
criticismo (ουσ αρσ )
criticità (θηλ.ουσ)
critico (ουσ αρσ )
critico (επίθ.)
criticone (ουσ αρσ )
crittogama (θηλ.ουσ)
crittogamia (θηλ.ουσ)
crittogamico (επίθ.)
crittografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---