ItalianoGreco


concettóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konʧetˈtoso], [konʧetˈtozo]

1 γεμάτος ουσίες και έννοιες
2 ζουμερός (μεταφορικά)
3 αυτός που έχει αρχές
4 ουσιώδης
5 περιεκτικός
6 ουσιαστικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---