Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcointeressàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kointeresˈsato] 1 συνέταιρος 2 συμμέτοχος στα κέρδη cointeressàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kointeresˈsato] 1 συνεταιρικός 2 συμμετοχικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |