Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coimputàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [koimpuˈtato]

συγκατηγορούμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coiffeur coincidente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coibentazione (θηλ.ουσ)
coibente (ουσ αρσ )
coibente (επίθ.)
coibenza (θηλ.ουσ)
coiffeur (ουσ αρσ )
coimputato (αρσ. επίθ και ουσ)
coincidente (επίθ.)
coincidenza (θηλ.ουσ)
coincidere (ρ.αμτβ.)
coinquilino (ουσ αρσ )
cointeressare (ρ. μτβ.)
cointeressato (ουσ αρσ )
cointeressato (επίθ.)
cointeressenza (θηλ.ουσ)
coinvolgere (ρ. μτβ.)
coitale (επίθ.)
coito (ουσ αρσ )
coke (ουσ αρσ )
cola (θηλ.ουσ)
colà (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---