codàrdo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [koˈdardo]
1 χεζάς
2 φοβητσιάρης
3 τρεμουλιάρης
4 χέστης
5 άτολμος
6 άψυχος
7 άνανδρος
8 σκιαζάρης
9 κλανιάρης
10 κιοτής
11 δειλόψυχος
12 λιγόψυχος
13 ολιγόψυχος
14 ολιγόκαρδος
15 μικρόψυχος
codàrdo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [koˈdardo]
δειλός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [koˈdardo]
1 χεζάς
2 φοβητσιάρης
3 τρεμουλιάρης
4 χέστης
5 άτολμος
6 άψυχος
7 άνανδρος
8 σκιαζάρης
9 κλανιάρης
10 κιοτής
11 δειλόψυχος
12 λιγόψυχος
13 ολιγόψυχος
14 ολιγόκαρδος
15 μικρόψυχος
codàrdo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [koˈdardo]
δειλός
permalink
codardo (ουσ αρσ )
codardo (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android